Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φυά
φυγαγωγός
φύγαδε
φυγαδεία
φυγαδεῖον
φυγάδευσις
φυγαδευτέον
φυγαδευτήριον
φυγαδευτικός
φυγαδευτός
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοδαίμων
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγανθρωπεύω
φυγανθρωπία
φυγαρσενία
φυγαρχέω
φυγάς
φύγδα
View word page
φυγαδεύω
to drive from a country, banish

ShortDef

to drive from a country, banish

Debugging

Headword:
φυγαδεύω
Headword (normalized):
φυγαδεύω
Headword (normalized/stripped):
φυγαδευω
IDX:
95288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95289
Key:

Data

{'content': 'to drive from a country, banish'}