Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φῦ
φυά
φυγαγωγός
φύγαδε
φυγαδεία
φυγαδεῖον
φυγάδευσις
φυγαδευτέον
φυγαδευτήριον
φυγαδευτικός
φυγαδευτός
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοδαίμων
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγανθρωπεύω
φυγανθρωπία
φυγαρσενία
φυγαρχέω
φυγάς
View word page
φυγαδευτός
exiled
ShortDef
exiled
Debugging
Headword:
φυγαδευτός
Headword (normalized):
φυγαδευτός
Headword (normalized/stripped):
φυγαδευτος
IDX:
95287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95288
Key:
Data
{'content': 'exiled'}