Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρύξις
φῦ
φυά
φυγαγωγός
φύγαδε
φυγαδεία
φυγαδεῖον
φυγάδευσις
φυγαδευτέον
φυγαδευτήριον
φυγαδευτικός
φυγαδευτός
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοδαίμων
φυγαδοθήρας
φυγαίχμης
φυγανθρωπεύω
φυγανθρωπία
φυγαρσενία
φυγαρχέω
View word page
φυγαδευτικός
banishing

ShortDef

banishing

Debugging

Headword:
φυγαδευτικός
Headword (normalized):
φυγαδευτικός
Headword (normalized/stripped):
φυγαδευτικος
IDX:
95286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95287
Key:

Data

{'content': 'banishing'}