Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρυνολόγος
φρῦνος
Φρυνώνδας
φρυνώνδειος
φρύξ
Φρύξ
φρύξις
φῦ
φυά
φυγαγωγός
φύγαδε
φυγαδεία
φυγαδεῖον
φυγάδευσις
φυγαδευτέον
φυγαδευτήριον
φυγαδευτικός
φυγαδευτός
φυγαδεύω
φυγαδικός
φυγαδοδαίμων
View word page
φύγαδε
to flight, to flee
ShortDef
to flight, to flee
Debugging
Headword:
φύγαδε
Headword (normalized):
φύγαδε
Headword (normalized/stripped):
φυγαδε
IDX:
95280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95281
Key:
Data
{'content': 'to flight, to flee'}