Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
View word page
ἀνυπήκοος
not obeying
ShortDef
not obeying
Debugging
Headword:
ἀνυπήκοος
Headword (normalized):
ἀνυπήκοος
Headword (normalized/stripped):
ανυπηκοος
IDX:
9527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9528
Key:
Data
{'content': 'not obeying'}