Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρυγίζω
Φρυγίη
φρυγίλος
φρυγίνδα
φρύγιον
φρύγιος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρυγμός
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
φρυκτώριον
φρυκτωρός
φρύνη
Φρυνίχειος
Φρύνιχος
φρυνοειδής
φρυνολόγος
φρῦνος
View word page
φρυκτός
adj. roasted; subst. torch, beacon
ShortDef
adj. roasted; subst. torch, beacon
Debugging
Headword:
φρυκτός
Headword (normalized):
φρυκτός
Headword (normalized/stripped):
φρυκτος
IDX:
95261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95262
Key:
Data
{'content': 'adj. roasted; subst. torch, beacon'}