Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρυγανώδης
Φρύγες
φρύγετρον
φρυγεύς
φρυγία
Φρυγία
Φρύγια
φρυγιαύλιον
φρυγίζω
Φρυγίη
φρυγίλος
φρυγίνδα
φρύγιον
φρύγιος
Φρύγιος
Φρυγιστί
φρυγμός
φρύγω
φρυκτός
φρυκτωρέω
φρυκτωρία
View word page
φρυγίλος
a finch
ShortDef
a finch
Debugging
Headword:
φρυγίλος
Headword (normalized):
φρυγίλος
Headword (normalized/stripped):
φρυγιλος
IDX:
95253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95254
Key:
Data
{'content': 'a finch'}