Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρυγανιστήρ
φρυγανίτης
φρύγανον
φρυγανοφόρος
φρυγανώδης
Φρύγες
φρύγετρον
φρυγεύς
φρυγία
Φρυγία
Φρύγια
φρυγιαύλιον
φρυγίζω
Φρυγίη
φρυγίλος
φρυγίνδα
φρύγιον
φρύγιος
View word page
φρυγεύς
one who roasts
ShortDef
one who roasts
Debugging
Headword:
φρυγεύς
Headword (normalized):
φρυγεύς
Headword (normalized/stripped):
φρυγευς
IDX:
95246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95247
Key:
Data
{'content': 'one who roasts'}