Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδησία
View word page
ἀνυπερθετέω
do immediately, to be hasty
ShortDef
do immediately, to be hasty
Debugging
Headword:
ἀνυπερθετέω
Headword (normalized):
ἀνυπερθετέω
Headword (normalized/stripped):
ανυπερθετεω
IDX:
9523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9524
Key:
Data
{'content': 'do immediately, to be hasty'}