Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρουρητικός
φρουρητός
φρουρήτωρ
Φρούρια
φρουρικός
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρουρύτης
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμοσέμνακος
φρυακτής
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανισμός
φρυγανιστήρ
φρυγανίτης
φρύγανον
φρυγανοφόρος
View word page
φρύαγμα
a violent snorting, neighing
ShortDef
a violent snorting, neighing
Debugging
Headword:
φρύαγμα
Headword (normalized):
φρύαγμα
Headword (normalized/stripped):
φρυαγμα
IDX:
95232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95233
Key:
Data
{'content': 'a violent snorting, neighing'}