Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούρησις
φρουρητήρ
φρουρητικός
φρουρητός
φρουρήτωρ
Φρούρια
φρουρικός
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρουρύτης
φρύαγμα
φρυαγματίας
View word page
φρουρητός
watched, guarded
ShortDef
watched, guarded
Debugging
Headword:
φρουρητός
Headword (normalized):
φρουρητός
Headword (normalized/stripped):
φρουρητος
IDX:
95223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95224
Key:
Data
{'content': 'watched, guarded'}