Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
φροῦδος
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούρησις
φρουρητήρ
φρουρητικός
φρουρητός
φρουρήτωρ
Φρούρια
φρουρικός
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
View word page
φρούρημα
that which is watched

ShortDef

that which is watched

Debugging

Headword:
φρούρημα
Headword (normalized):
φρούρημα
Headword (normalized/stripped):
φρουρημα
IDX:
95219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95220
Key:

Data

{'content': 'that which is watched'}