Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτατος
View word page
ἀνυπέρεκτος
unsurpassable

ShortDef

unsurpassable

Debugging

Headword:
ἀνυπέρεκτος
Headword (normalized):
ἀνυπέρεκτος
Headword (normalized/stripped):
ανυπερεκτος
IDX:
9521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9522
Key:

Data

{'content': 'unsurpassable'}