Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
φροῦδος
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούρησις
φρουρητήρ
φρουρητικός
φρουρητός
φρουρήτωρ
Φρούρια
View word page
φρουραρχέω
to be commandant of a garrison
ShortDef
to be commandant of a garrison
Debugging
Headword:
φρουραρχέω
Headword (normalized):
φρουραρχέω
Headword (normalized/stripped):
φρουραρχεω
IDX:
95215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95216
Key:
Data
{'content': 'to be commandant of a garrison'}