Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
φροῦδος
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούρησις
φρουρητήρ
φρουρητικός
φρουρητός
φρουρήτωρ
View word page
φρουρά
a looking out, watch, guard

ShortDef

a looking out, watch, guard

Debugging

Headword:
φρουρά
Headword (normalized):
φρουρά
Headword (normalized/stripped):
φρουρα
IDX:
95214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95215
Key:

Data

{'content': 'a looking out, watch, guard'}