Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
φροῦδος
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούρησις
View word page
φροντιστικός
thoughtful

ShortDef

thoughtful

Debugging

Headword:
φροντιστικός
Headword (normalized):
φροντιστικός
Headword (normalized/stripped):
φροντιστικος
IDX:
95210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95211
Key:

Data

{'content': 'thoughtful'}