Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
φροῦδος
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
View word page
φροντιστής
a deep, hard thinker

ShortDef

a deep, hard thinker

Debugging

Headword:
φροντιστής
Headword (normalized):
φροντιστής
Headword (normalized/stripped):
φροντιστης
IDX:
95209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95210
Key:

Data

{'content': 'a deep, hard thinker'}