Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρόνιμος
Φρόνιος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
φροῦδος
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
φρουραρχία
View word page
φροντιστέον
one must take heed

ShortDef

one must take heed

Debugging

Headword:
φροντιστέον
Headword (normalized):
φροντιστέον
Headword (normalized/stripped):
φροντιστεον
IDX:
95206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95207
Key:

Data

{'content': 'one must take heed'}