Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρονίμευσις
φρόνιμος
Φρόνιος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
φροῦδος
φρουμεντάριος
φρουρά
φρουραρχέω
View word page
φρόντισμα
that which is thought out, a thought, invention

ShortDef

that which is thought out, a thought, invention

Debugging

Headword:
φρόντισμα
Headword (normalized):
φρόντισμα
Headword (normalized/stripped):
φροντισμα
IDX:
95205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95206
Key:

Data

{'content': 'that which is thought out, a thought, invention'}