Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
φρόνιμος
Φρόνιος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
φροντιστικός
φροντίστρια
View word page
φροντίς
thought, care, heed, attention

ShortDef

thought, care, heed, attention

Debugging

Headword:
φροντίς
Headword (normalized):
φροντίς
Headword (normalized/stripped):
φροντις
IDX:
95201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95202
Key:

Data

{'content': 'thought, care, heed, attention'}