Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
φρόνιμος
Φρόνιος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
φροντιστής
View word page
φρονούντως
wisely, prudently

ShortDef

wisely, prudently

Debugging

Headword:
φρονούντως
Headword (normalized):
φρονούντως
Headword (normalized/stripped):
φρονουντως
IDX:
95199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95200
Key:

Data

{'content': 'wisely, prudently'}