Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
View word page
ἀνυπέρβατος
impassable

ShortDef

impassable

Debugging

Headword:
ἀνυπέρβατος
Headword (normalized):
ἀνυπέρβατος
Headword (normalized/stripped):
ανυπερβατος
IDX:
9519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9520
Key:

Data

{'content': 'impassable'}