Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
φρόνιμος
Φρόνιος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
φροντιστέον
φροντιστέος
φροντιστήριον
View word page
φρόνις
prudence, wisdom

ShortDef

prudence, wisdom

Debugging

Headword:
φρόνις
Headword (normalized):
φρόνις
Headword (normalized/stripped):
φρονις
IDX:
95198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95199
Key:

Data

{'content': 'prudence, wisdom'}