Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
φρόνιμος
Φρόνιος
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
Φρόντις
Φρόντις2
φρόντισις
φρόντισμα
View word page
φρονίμευσις
exercise of prudence

ShortDef

exercise of prudence

Debugging

Headword:
φρονίμευσις
Headword (normalized):
φρονίμευσις
Headword (normalized/stripped):
φρονιμευσις
IDX:
95195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95196
Key:

Data

{'content': 'exercise of prudence'}