Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
φρόνιμος
Φρόνιος
φρόνις
φρονούντως
View word page
φρόνησις
thought, practical wisdom, purpose

ShortDef

thought, practical wisdom, purpose

Debugging

Headword:
φρόνησις
Headword (normalized):
φρόνησις
Headword (normalized/stripped):
φρονησις
IDX:
95189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95190
Key:

Data

{'content': 'thought, practical wisdom, purpose'}