Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
φρόνιμος
Φρόνιος
View word page
φρονηματίζομαι
to become presumptuous

ShortDef

to become presumptuous

Debugging

Headword:
φρονηματίζομαι
Headword (normalized):
φρονηματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
φρονηματιζομαι
IDX:
95187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95188
Key:

Data

{'content': 'to become presumptuous'}