Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
View word page
φρόνημα
one's mind, spirit

ShortDef

one's mind, spirit

Debugging

Headword:
φρόνημα
Headword (normalized):
φρόνημα
Headword (normalized/stripped):
φρονημα
IDX:
95185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95186
Key:

Data

{'content': "one's mind, spirit"}