Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
View word page
φρονέω
to think, to have understanding, to be sage, wise, prudent
ShortDef
to think, to have understanding, to be sage, wise, prudent
Debugging
Headword:
φρονέω
Headword (normalized):
φρονέω
Headword (normalized/stripped):
φρονεω
IDX:
95184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95185
Key:
Data
{'content': 'to think, to have understanding, to be sage, wise, prudent'}