Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
φρονητέος
φρονητικός
View word page
φριξός
standing on end, bristling
ShortDef
standing on end, bristling
Debugging
Headword:
φριξός
Headword (normalized):
φριξός
Headword (normalized/stripped):
φριξος
IDX:
95182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95183
Key:
Data
{'content': 'standing on end, bristling'}