Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρόνησις
φρονητέον
View word page
φριξόθριξ
with bristling hair

ShortDef

with bristling hair

Debugging

Headword:
φριξόθριξ
Headword (normalized):
φριξόθριξ
Headword (normalized/stripped):
φριξοθριξ
IDX:
95180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95181
Key:

Data

{'content': 'with bristling hair'}