Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνυμεναιόω
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
View word page
ἀνυπεξαιρέτως
without exception

ShortDef

without exception

Debugging

Headword:
ἀνυπεξαιρέτως
Headword (normalized):
ἀνυπεξαιρέτως
Headword (normalized/stripped):
ανυπεξαιρετως
IDX:
9517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-9518
Key:

Data

{'content': 'without exception'}