Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
View word page
φριμαγμός
snorting

ShortDef

snorting

Debugging

Headword:
φριμαγμός
Headword (normalized):
φριμαγμός
Headword (normalized/stripped):
φριμαγμος
IDX:
95176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95177
Key:

Data

{'content': 'snorting'}