Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξός
φρίσσω
View word page
φρικτός
to be shuddered at, horrible
ShortDef
to be shuddered at, horrible
Debugging
Headword:
φρικτός
Headword (normalized):
φρικτός
Headword (normalized/stripped):
φρικτος
IDX:
95173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95174
Key:
Data
{'content': 'to be shuddered at, horrible'}