Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
View word page
φρῖκος
shivering

ShortDef

shivering

Debugging

Headword:
φρῖκος
Headword (normalized):
φρῖκος
Headword (normalized/stripped):
φρικος
IDX:
95171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95172
Key:

Data

{'content': 'shivering'}