Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
φριξαύχην
View word page
φρικόομαι
shudder
ShortDef
shudder
Debugging
Headword:
φρικόομαι
Headword (normalized):
φρικόομαι
Headword (normalized/stripped):
φρικοομαι
IDX:
95169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95170
Key:
Data
{'content': 'shudder'}