Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φρίξ
View word page
φρικιάω
shudder, shiver

ShortDef

shudder, shiver

Debugging

Headword:
φρικιάω
Headword (normalized):
φρικιάω
Headword (normalized/stripped):
φρικιαω
IDX:
95168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95169
Key:

Data

{'content': 'shudder, shiver'}