Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φριμαγμός
φριμάσσομαι
View word page
φρικίασις
shivering

ShortDef

shivering

Debugging

Headword:
φρικίασις
Headword (normalized):
φρικίασις
Headword (normalized/stripped):
φρικιασις
IDX:
95167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95168
Key:

Data

{'content': 'shivering'}