Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
View word page
φρικία
aguish shivering

ShortDef

aguish shivering

Debugging

Headword:
φρικία
Headword (normalized):
φρικία
Headword (normalized/stripped):
φρικια
IDX:
95165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95166
Key:

Data

{'content': 'aguish shivering'}