Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
φρικώδης
View word page
φρίκη
a shuddering, shivering

ShortDef

a shuddering, shivering

Debugging

Headword:
φρίκη
Headword (normalized):
φρίκη
Headword (normalized/stripped):
φρικη
IDX:
95164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95165
Key:

Data

{'content': 'a shuddering, shivering'}