Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτός
View word page
φρικασμός
shuddering, shivering

ShortDef

shuddering, shivering

Debugging

Headword:
φρικασμός
Headword (normalized):
φρικασμός
Headword (normalized/stripped):
φρικασμος
IDX:
95163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95164
Key:

Data

{'content': 'shuddering, shivering'}