Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
View word page
φρικαλέος
shivering with cold: horrid

ShortDef

shivering with cold: horrid

Debugging

Headword:
φρικαλέος
Headword (normalized):
φρικαλέος
Headword (normalized/stripped):
φρικαλεος
IDX:
95162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95163
Key:

Data

{'content': 'shivering with cold: horrid'}