Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
View word page
φρικάζω
shudder, shiver
ShortDef
shudder, shiver
Debugging
Headword:
φρικάζω
Headword (normalized):
φρικάζω
Headword (normalized/stripped):
φρικαζω
IDX:
95161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95162
Key:
Data
{'content': 'shudder, shiver'}