Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικόομαι
View word page
φρεωρύχος
for digging wells

ShortDef

for digging wells

Debugging

Headword:
φρεωρύχος
Headword (normalized):
φρεωρύχος
Headword (normalized/stripped):
φρεωρυχος
IDX:
95159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95160
Key:

Data

{'content': 'for digging wells'}