Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
View word page
φρεωρυχικά
digging of wells

ShortDef

digging of wells

Debugging

Headword:
φρεωρυχικά
Headword (normalized):
φρεωρυχικά
Headword (normalized/stripped):
φρεωρυχικα
IDX:
95158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95159
Key:

Data

{'content': 'digging of wells'}