Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
Φρικίας
φρικίασις
View word page
φρεωρυχία
digging of wells
ShortDef
digging of wells
Debugging
Headword:
φρεωρυχία
Headword (normalized):
φρεωρυχία
Headword (normalized/stripped):
φρεωρυχια
IDX:
95157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95158
Key:
Data
{'content': 'digging of wells'}