Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
View word page
φρεσσίλυτος
mad
ShortDef
mad
Debugging
Headword:
φρεσσίλυτος
Headword (normalized):
φρεσσίλυτος
Headword (normalized/stripped):
φρεσσιλυτος
IDX:
95155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95156
Key:
Data
{'content': 'mad'}