Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
View word page
φρενωτήριον
means of instruction

ShortDef

means of instruction

Debugging

Headword:
φρενωτήριον
Headword (normalized):
φρενωτήριον
Headword (normalized/stripped):
φρενωτηριον
IDX:
95154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95155
Key:

Data

{'content': 'means of instruction'}