Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
View word page
φρένωσις
instruction

ShortDef

instruction

Debugging

Headword:
φρένωσις
Headword (normalized):
φρένωσις
Headword (normalized/stripped):
φρενωσις
IDX:
95153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95154
Key:

Data

{'content': 'instruction'}