Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεωρύχος
φρήν
φρικάζω
View word page
φρενόω
to make wise, instruct, inform, teach
ShortDef
to make wise, instruct, inform, teach
Debugging
Headword:
φρενόω
Headword (normalized):
φρενόω
Headword (normalized/stripped):
φρενοω
IDX:
95151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95152
Key:
Data
{'content': 'to make wise, instruct, inform, teach'}