Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρενόθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενομόρως
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
View word page
φρενόπληκτος
stricken in mind, frenzy-stricken

ShortDef

stricken in mind, frenzy-stricken

Debugging

Headword:
φρενόπληκτος
Headword (normalized):
φρενόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
φρενοπληκτος
IDX:
95148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-95149
Key:

Data

{'content': 'stricken in mind, frenzy-stricken'}